προκλητικάς — προκλητικά̱ς , προκλητικός calling forth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοκορεύομαι — [κόκορας] φέρομαι προκλητικά, αλαζονικά, κάνω τον κόκορα, τον παλικαρά, επιδεικνύομαι ανόητα … Dictionary of Greek
κουνίστρα — η 1. κούνια 2. γυναίκα που κουνά το σώμα της προκλητικά όταν περπατάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουνώ + κατάλ. ίστρα (πρβλ. μανταρ ίστρα)] … Dictionary of Greek
κουνιστός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να κουνιέται, να λικνίζεται 2. (για άνδρα) αυτός που κουνιέται προκλητικά καθώς περπατάει, ο θηλυπρεπής, ο κίναιδος 3. (για γυναίκα) η ακκιζόμενη, η ναζιάρα, η κουνίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από… … Dictionary of Greek
κουνώ — άω (Μ κουνῶ, άω) κινώ, σείω, ταλαντεύω κάτι («κουνώ το δέντρο») νεοελλ. 1. μετατοπίζομαι («δεν τό κουνάω από δω») 2. κλυδωνίζομαι («το πλοίο κουνάει») 3. μετατοπίζω κάτι, μετακινώ, αλλάζω θέση («μην κουνήσεις τίποτε από δω μέσα») 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
παρακολλώ — άω / παρακολλῶ, άω, ΝΑ, παρακολνώ Ν ενώνω τα άκρα ή τις επιφάνειες δύο αντικειμένων, συγκολλώ νεοελλ. 1. κολλώ κάτι πάρα πολύ, ώστε να μην αποσπάται εύκολα 2. προσκολλώμαι σε κάποιον 3. μτφ. ενοχλώ κάποιον προκλητικά, επίμονα αρχ. στερεώνω κάτι… … Dictionary of Greek
προκληδί — Α επίρρ. προκλητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προκλη τού προκαλῶ (πρβλ. πρόκλη σις) με οδοντική παρέκταση δ + επιρρμ. κατάλ. ί] … Dictionary of Greek
προκλητικός — ή, ό / προκλητικός, ή, όν, ΝΑ [προκαλῶ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά») 2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο … Dictionary of Greek
σαλιαρίζω — Ν [σαλιάρης] 1. μωρολογώ, λέω ανοησίες, φλυαρώ 2. μτφ. φλερτάρω κάποιον με ανόητο τρόπο, ερωτοτροπώ προκλητικά και σαχλά … Dictionary of Greek
υποκιναιδώ — έω, Α μιλώ άσεμνα, προκλητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κίναιδος] … Dictionary of Greek